- βεβαιωτέον
- βεβαι-ωτέον,A one must confirm,
ὅρκους Ph.2.272
;ὑπόσχεσιν Id.1.23
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὅρκους Ph.2.272
;ὑπόσχεσιν Id.1.23
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
βεβαιωτέον — one must confirm masc acc sg βεβαιωτέον one must confirm neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βεβαιωτέας — βεβαιωτέᾱς , βεβαιωτέον one must confirm fem acc pl βεβαιωτέᾱς , βεβαιωτέον one must confirm fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)